ἀντιπεριλαμβάνω
English (LSJ)
embrace in turn, X.Smp. 9.4.
Spanish (DGE)
abrazar a su vez ὁ Διόνυσος περιλαβὼν ἐφίλησε αὐτήν. Ἡ δὲ ... ἀντιπεριελάμβανεν X.Smp.9.4.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
embrasser à son tour.
Étymologie: ἀντί, περιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπεριλαμβάνω: в свою очередь обнимать Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπεριλαμβάνω: περιπτύσσομαι καὶ αὐτός, περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν· ἡ δ’... ἀντιπεριελάμβανεν Ξεν. Συμπ. 9. 4.
Greek Monolingual
ἀντιπεριλαμβάνω (Α)
αγκαλιάζω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀντιπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αγκαλιάζω με τη σειρά μου, σε Ξεν.