Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
adj.
P. and V. εὐπειθής (Plat.), κατήκοος (Plat.), V. εὔαρκτος, εὐπιθής, πείθαρχος, φιλήνιος; see docile.