docile
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
P. εὐάγωγος, εὐμαθής, εὐήνιος, χειροήθης.
obedient: P. and V. εὐπειθής (Plato), κατήκοος (Plato), V. εὔαρκτος, εὐπιθής, πείθαρχος, φιλήνιος; see gentle.