ἐπάλμενος

Revision as of 19:36, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. ἐφάλλομαι.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάλμενος: ион. part. aor. к ἐφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλμενος: ἴδε ῥῆμα ἐφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπάλμενος: μτχ. Επικ. αορ. βʹ του ἐφάλλομαι.