ἐπιβείομεν
From LSJ
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβείομεν: эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к ἐπιβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.
Greek Monotonic
ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.