τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
adj.
P. and V. ἄλυπος (Plat.), ἄπονος, V. ἀλύπητος. Stopping pain: V. νώδυνος, παυσίλυπος.