ἄπονος
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἄπονον,
A without toil or without trouble, βίος Simon.36; χάρμα Pi.O.10 (II).22; οἶκος A.Pers.862 (lyr.); τύχη S.OC1585; ἄ. ὕπνον εὕδεις Eranos13.87; ἀπονώτατος τῶν θανάτων easiest, Pl.Ti.81e; ἄπονος τινι χάρις costing one no trouble, And.2.22; ἄπονον τὸ εὖ πάσχειν Arist.EN1168a24; ἀπονώτερον τὸ ὀξύ, in playing the flute, Thphr. Fragmenta 89.6; opp. μετὰ βίας, Arist.PA668b19.
b painless, τοξικόν Str.3.4.18.
2 of persons, work-shy, lazy, μαλακὸς καὶ ἄπονος X.HG3.4.19; ἄπονος πρός τι Pl.R. 556b; of the heaven, free from the necessity of labour, Arist.Cael.284a15.
b free from pain, Dsc.3.96, Aret.SA2.1; in Sup., least painful, Id.CA1.6.
3 relieving pain, Id.CD2.12.
II Adv. ἀπόνως Hdt.9.2; ἀπόνως ἔχειν = feel easy, of a sick person, Hp.Prog.23(but with v.l. ἀποβήσσειν ἀ.); ἀπόνως λιπαροί, opp. ἐπιπόνως αὐχμηροί, X.Mem.2.1.31.
III irreg. Comp. ἀπονέστερος Pi.O.2.68; regul. Comp. ἀπονώτερος Hp.Art. 79, cf. supr. Adv., Comp. ἀπονώτερον Th.1.11.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [compar. irreg. ἀπονέστερος Pi.O.2.62]
I 1que no ocasiona trabajo, que no ocasiona esfuerzo o que no ocasiona dolor de abstr. y cosas βίος Simon.18.3, χάρμα Pi.O.10.22, οἶκοι A.Pers.861, πᾶν ἄπονον δαιμονίων A.Supp.100, τύχη S.OC 1585, μισθός E.Ep.5.15, χάρις And.2.22, τὸ εὖ πάσχειν Arist.EN 1168a24, οἱ καταπέλται LXX 4Ma.11.26, τοξικόν Str.3.4.18, ὕπνος Eranos 13.1913.87, ἀπονώτατος τῶν θανάτων la más fácil de las muertes Pl.Ti.81e, ἀπονώτερον τὸ ὀξύ el sonido agudo (requiere) menos esfuerzo Thphr.Fr.89.6.
2 libre de trabajo, libre de esfuerzo o libre de dolor οὐρανός Arist.Cael.284a15
•de pers. ἐὰν τῆς ἀρετῆς ... μέμνῃ, ὦ τέκνον, καὶ ἄπονος ἔσῃ καὶ θαρρήσεις Plu.2.241e, ἑρπετοδήκτους ... ἀπόνους ποιοῦσα (ῥίζα) Dsc.3.96, c. gen. ὅτι τῆς πλευρᾶς ἄπονον με ἐτήρησεν SEG 6.213.10 (Eumenea)
•medic. ἡ ἐμβολή Hp.Art.79, αἱμορροΐδες Arist.PA 668b19, ἀρτηρίαι Aret.SA 2.1.2
•compar. neutr. como adv. sin esfuerzo καὶ ἀπονώτερον τὴν Τροίαν εἶλον Th.1.11.
3 que alivia el dolor ἐπάντλημα Aret.CD 2.12.2, (φάρμακα) ἀπονώτατα Aret.CA 1.6.3.
II de pers. perezoso μαλακὸς καὶ ἄ. X.HG 3.4.19, cf. Lac.5.8, Nicoch.5, ἄ. πρὸς τὰ τοῦ σώματος Pl.R.556b.
III adv. ἀπόνως = sin trabajo, sin esfuerzo ἕξεις ἀ. ... τὰ ἐκείνων βουλεύματα Hdt.9.2, cf. X.Mem.2.1.31, Heraclid.Pont.55, Lib.Decl.31.20, ἢν δὲ ... μήτε πύον ἀναβήσσῃ ... ἀ. Hp.Prog.23, ἐκομίζετο ... ἀλύπως καὶ ἀ. Longus 1.30.
German (Pape)
[Seite 317] ohne Mühe u. Arbeit, a) ohne schmerzliche Empfindung, leicht, neben ἀπαθής Aesch. Prom. 846; θείᾳ κἀπόνῳ τύχῃ ἔχανε Soph. O. C. 1581; ἀπονώτατος τῶν θανάτων Plat. Tim. 81 e; χάρις μικρὰ καὶ ἄπονος ὑμῖν Andoc. 2, 22; dah. Medic. unempfindlich. – b) nicht an Anstrengung gewöhnt, träge, καὶ μαλακός Xen. Hell. 3, 4, 19; πρός τι Plat. Rep. VIII, 556 b. – Comp. ἀπονέστερος, βίοτος Pind. Ol. 2, 62. – Adv. ἀπόνως, ohne Mühe, Her. 9, 2; Gegensatz ἐπιπόνως Xen. Mem. 2, 1, 31; ἀπονώτατα ib. 24; ἀπονώτερον, mit geringer Mühe, Thuc. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exempt de souffrance, de trouble;
2 qui ne se donne pas de peine, inerte, mou.
Étymologie: ἀ, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄπονος:
1 беспечальный, безмятежный (χάρμα Pind.; οἶκος Aesch.; τύχη Soph.);
2 безболезненный, легкий (θάνατος Plat.); не причиняющий страданий (αἱμορροΐδες Arst.);
3 движущийся без усилий (οὐρανός Arst.);
4 бездеятельный, праздный, ленивый (πρός τι Plat.; ἀ. καὶ μαλακός Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπονος: -ον, ὁ ἄνευ πόνου ἢ καμάτου, ὁ ἄνευ φροντίδων, εὔκολος, βίος Σιμων. 51· χάρμα Πινδ. Ο. 10 (11), 26· οἶκος Αἰσχύλ. Πέρσ. 861· τύχη Σοφ. Ο. Κ. 1585· ἀπονώτατος τῶν θανάτων, ὁ εὐκολώτατος, Πλάτ. Τίμ. 81E· ἀπ. χάρις, ἡ ἀκόπως κτηθεῖσα, Ἀνδοκ. 22. 26· ἀπ. τὸ εὖ πάσχειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 7. β) ὁ μὴ προξενῶν πόνον, ὀδύνην, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 5, 16. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ κοπιάζων, ὁ μὴ ἐργαζόμενος, ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, μαλακὸς καὶ ἄπονος Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 19· ἀπ. πρός τι Πλάτ. Πολ. 556Β· ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τὸν δ’ οὐρανὸν… οἱ ἀρχαῖοι τοῖς θεοῖς ἀπένειμαν ὡς ὂντα μόνον ἀθάνατον· ὁ δὲ νῦν μαρτυρεῖ λόγος ὡς ἄφθαρτος... πρὸς δὲ τούτοις ἄπονος, διὰ τὸ μηδεμιᾶς προσδεῖσθαι βιαίας ἀνάγκης κτλ. Ἀριστ. Οὐρ. 2. 1, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νως Ἡρόδ. 9. 2· ἀπόνως ἔχειν, μὴ ὑποφέρειν, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Ἱππ. Προγν. 45· ἀπόνως λιπαροί, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐπιπόνως αὐχμηροὶ, Ξεν. Ἀπομν. 2.1, 31. ΙΙΙ. ἀνωμαλ. συγκρ. ἀπονέστερος Πινδ. Ο. 2.112· ἀλλ’ ὁμαλὸν συγκρ. -ώτερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· συγκρ. ἐπίρρ. -ώτερον Θουκ. 1. 11· ὑπερθ. -ώτατος ἴδε ἀνωτ.
English (Slater)
ᾰπονος without trouble, pain ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον (O. 2.62) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες (O. 10.22)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπονος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
αρχ.
1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος
2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος
3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης.
Greek Monotonic
ἄπονος: -ον,
I. 1. αυτός που επιτυγχάνεται χωρίς σκληρή εργασία, άκοπος, εύκολος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αποφεύγει τη σκληρή εργασία, φυγόπονος, ράθυμος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -νως, χωρίς κόπο, άκοπα, ξεκούραστα, σε Ηρόδ., Ξεν.
III. ανώμ. συγκρ. ἀπονέστερος, σε Πίνδ.· αλλά -ώτερος, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. without toil or trouble, untroubled, quiet, Aesch., etc.
2. of persons, not toiling, lazy, Xen.
II. adv. -νως, without trouble, Hdt., Xen.
III. irreg. comp. ἀπονέστερος, Pind., but -ώτερος, Thuc.
English (Woodhouse)
indolent, lazy, untroubled, free from care, got without labour