ἱεροφύλαξ

Revision as of 21:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῠ], poet. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, A guardian of a temple, E.IT1027 (cj. Markl.), IG14.291 (Segesta). 2 = Lat. pontifex, D.H.2.73.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, φύλαξ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφύλαξ: ион. ἱροφύλαξ, Eur. v.l. ἱροῦ φύλαξ, ᾰκος (ῠ) ὁ страж святилища, смотритель храма Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφύλαξ: ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, φύλαξ ναοῦ, = ναοφύλαξ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.

Greek Monotonic

ἱεροφύλαξ: [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, φύλακας του ναού, πρύτανης, Λατ. aedituus, σε Ευρ.

Middle Liddell


a keeper of a temple, temple-warden, Lat. aedituus, Eur.