ὀρνιχολόχος

Revision as of 21:37, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὄρνῑχος, ὄρνῑθ-χα, v. ὀρνιθ-, ὄρνις.

German (Pape)

[Seite 384] dor. = ὀρνιθολόχος, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑχολόχος: ὁ дор. Pind. = ὀρνιθολόχος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, -χα, Δωρ. ἀντὶ ὀρνιθ-.

English (Slater)

ὀρνῑχολόχος wildfowler μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότᾳ τ ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ (I. 1.48)

Greek Monolingual

ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ορνιθολόχος.

Greek Monotonic

ὀρνῑχολόχος: ὄρνῑχος, ὄρνιχα, Δωρ. αντί ὀρνιθ-.