ὠκυδρόμας
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Epigr. ap. Paus.6.13.10.
Russian (Dvoretsky)
ὠκυδρόμᾱς: ου adj. m Anth. = ὠκυδρόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ, = ὠκύδρομος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 389.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ὠκύδρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύδρομος, κατά τα αρσ. σε -ας].
Greek Monotonic
ὠκυδρόμας: -ου, ὁ = το επόμ., σε Ανθ.