δρυμίς
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = δρυάς, δ. Νύμφαι An.Ox.1.225.
Spanish (DGE)
(δρῡμίς) -ίδος, ἡ
del bosque, dríade δρυμίδες Νύμφαι SHell.1022, cf. Hdn.Gr.1.85.
Greek (Liddell-Scott)
δρυμίς: -ίδος, ἡ, = δρυάς, δρ. Νύμφαι Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 69.