ἐγκόλαψις
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
εως, ἡ, engraving, inscribing, IG4.1484.265 (Epid.), 7.3073.11 (Lebad.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος IG 42.102.265 (IV a.C.)]
acción de grabar, grabadura τῶν γραμμάτων ἐ. καὶ ἔγκαυσις IG 7.3073.11 (Lebadea II a.C.), cf. IG 42.102.265 (IV a.C.), τῶ[ν] ἀπ[ο] λο[γιῶ] ν καὶ δογμάτων Nouveau Choix 22.28 (Lebadea II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκόλαψις: ἡ, ἐγχάραξις, ἐγκόλαψις γραμμάτων Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 370, ϛ΄ 11.