Ἑλικωνιάδες
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Russian (Dvoretsky)
Ἑλῐκωνιάδες: αἱ (sc. παρθένοι) обитательницы Геликона, т. е. Музы Hes., Pind., Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλῐκωνιάδες: (ἐνν. παρθένοι), αἱ, αἱ κατοικοῦσαι ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, αἱ Μοῦσαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 656, Θ. 1· Μοῦσαι Ἑλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067. 19· οὕτω καὶ Ἑλικωνίδες, Νυμφᾶν Ἑλικωνίδων (ἑλικωπίδων Wilamowitz) Σοφ. Ο. Τ. 1109· Μοῦσαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 791, Συλλ. Ἐπιγρ. 1212.
Greek Monotonic
Ἑλῐκωνιάδες: (ενν. παρθένοι), αἱ, οι κάτοικοι του όρους Ελικώνα, οι Μούσες, σε Ησίοδ.· ομοίως και, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, σε Σοφ.
Middle Liddell
[from Ἑλῐκών]
sc.Ἑλῐκωνιάδες παρθένοι, αἱ, the dwellers on Helicon, the Muses, Hes.: so, Νύμφαι Ἑλικωνίδες, Soph.