τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Ἕλος, -ους, τό.
Hĕlŏs, n. (Ἕλος), ville de l’Élide : Plin. 4, 15 || ville d’Ionie : Plin. 5, 117.
Ἕλλος, Ἕλος