οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἀκαταλλάκτως: непримиримо (πολεμεῖν Dem.): ἀ. πρός τινα ἔχειν Polyb. непримиримо относиться к кому-л.
irreconciliablemente