δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
κατακολυμβῶ, -άω (Α)κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῖς», Αριστ.).