επίστροφος

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.