μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
κέρσαι: Αἰολ. ἀντὶ κεῖραι.
κέρσαι (Α)αιολ. τ. του απρμφ. αορ. του κείρω, αντί κεῖραι.