χαλκῆ μυῖα

Revision as of 11:45, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Wikipedia EL

 
Women playing blind man's buff in 1803

Για να αρχίσει η τυφλόμυγα επιλέγεται με κλήρο ή με λάχνισμα (όπως το αμπεμπαμπλόμ ή τα αριθμάκια) ένα από τα παιδιά. Ένας από τους συμπαίκτες του του δένει τα μάτια με ένα πανί, συνηθέστερα ένα μαντήλι ή φουλάρι, για να μη βλέπει, και το παιχνίδι αρχίζει. Τα υπόλοιπα παιδιά γυρίζουν γύρω - γύρω από το παιδί που κάνει την τυφλόμυγα και το πειράζουν. Εκείνο προσπαθεί να πιάσει κάποιο από τα παιδιά και κερδίζει μόνο, αν μαντέψει σωστά ποιο είναι το παιδί που έπιασε. Για να το αναγνωρίσει ψηλαφεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα ρούχα, τα μαλλιά κ.ά. Το παιδί που πιάστηκε και αναγνωρίστηκε γίνεται η επόμενη τυφλόμυγα. Αν δεν γίνει σωστά η ταύτιση, τότε το ίδιο παιδί παραμένει ως «τυφλόμυγα» για άλλον ένα γύρο.

χαλκῆ μυῖα: Κανόνες του παιχνιδιού από τα αρχαία χρόνια: Δένανε με ένα μαντίλι τα μάτια ενός παιδιού και έλεγε: «χαλκή μύγα θα κυνηγήσω» και οι άλλοι αποκρίνονταν: «θα κυνηγήσεις μα δεν θα την πιάσεις» και τον χτυπούσαν με τις ζώνες τους μέχρι να πιάσει ένα παιδί. Αλλιώς το παιχνίδι λεγόταν μυΐνδα, δραπετίνδα, ψηλαφίνδα. Στη Βισαλτία παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους με το όνομα «τύφλα βουβάλα» και ο χώρος του παιχνιδιού περιοριζόταν με ένα μεγάλο σκοινί που ήταν δεμένο στις άκρες. Οι συνεχείς μετακινήσεις των παιδιών άλλαζαν τα όρια του παιχνιδιού, πράγμα που δυσκόλευε τον ρόλο της μάνας [1].

Dictionary of Greek and Roman Antiquities

Μυΐνδα was a game in which one was blindfold, or was obliged to keep his eyes shut (μύειν). As may be seen from the description in Pollux, there were other varieties of the game besides our “blind man's buff” included under this name. Pollux (9.113) says, “Either one who is blinded (καταμύων) cries φυλάττου and compels any one whom he catches to be blinded in his place, or searches for the others, who hid themselves while he had his eyes covered (μύσαντος κρυφθέντας), till he finds them; or lastly, still blindfold, when any one touches him, or if any one gives a sign (προσδείξῃ), guesses who it is until he gives a right name.” There seems no need for any alteration in the last clause such as Grasberger's μύσας τοὺς κρυφθέντας (where the force of the concise genitive absolute appears to be misunderstood), or προσθρέξῃ for προσδείξῃ, which means, probably, giving some clue to identity by laughing or speaking. Clearly the second variety is our “hide and seek” (much the same as ἀποδιδρασκίνδα); the first and third are two forms of blind man's buff, differing in the point that the third requires the “blind-man” to guess the name of any one who touches him or speaks. (Becq de Fouquières seems to change the nominatives τις into the objective case.) The guessing by the blindfold occurs also in the game which Pollux calls κολλαβισμός (i. e. buffeting = κολαφισμός), to which, rather than to μυΐνδα, we must refer Luke 22.64. It is a more difficult question to decide the origin of the name χαλκῆ μυῖα for another kind of blindman's buff (Poll. 9.123; Eustath. ad Il. 21.394). We are told that the players blindfolded one of their number (ταινίᾳ τῳ ὀφθαλμὼ προσφίγξαντες), who cried χαλκῆν μυῖαν θηράσω, to which the others answered θηράσεις ἀλλ᾽ οὐ λήψει, and struck him with whips of papyrus till he caught one of them. It is clear that the warning cry before the pursuit is like the φυλάττου in μυΐνδα, and also that the pursued are the “bronze flies.” From Eustathius we gather that the χαλκῆ μυῖα was a sort of bronze-coloured cockchafer, which boys let go in the dark after they had tied a small lighted wax taper to it (compare the μηλολόνθη attached to a thread, Poll. 9.124; and Schol. ad Aristoph. Wasps 1322). It is said that the same, not very creditable, amusement is known to Cretan boys of the present day, and Grasberger (p. 75) adopts this explanation of the difficult passage in Aristoph. Ach. 920-924, τίφη being an insect treated in this manner. It is possible that we may also find in this practice the explanation of the name χαλκῆ μυῖα in the above game, as derived from the general idea of chasing something in the dark. (Becq de Fouquières, Jeux des Anciens, p. 84; Grasberger, Erziehung, pp. 42 ff.)

Wikisource DE

Χαλκῆ μυῖα, Kinderspiel, eine Art Blindekuh. Einem werden die Augen verbunden, die anderen umschwärmen ihn, indem sie ihn mit Peitschen schlagen, er sucht einen zu greifen, der dann an seine Stelle tritt. Dabei ruft er: χαλκῆν μυῖαν θηράσω, die anderen antworten: θηράσσεις ἀλλ’ οὐ λήψεις. Der Name, weil der Blinde von den anderen wie von Fliegen belästigt wird. Poll. IX 123. Eustath. Il. 1243, 29. Herodes bei Stob. LXXVIII 6. Grasberger Erzieh. und Unterr. I 40. Becq de Fouquières Jeus des anciens² 88. Daremberg-Saglio I 1098. Hermann-Blümner Privataltert. 299, 3. [2]

Wikipedia EN

Blind man's buff or blind man's bluff is a variant of tag in which the player who is "It" is blindfolded. The traditional name of the game is "blind man's buff", where the word buff is used in its older sense of a small push. The game later also became known as "blind man's bluff"; it is possible that this name is a linguistic corruption.

Translations

af: blindemol; azb: گؤزباغليجا(اویون); az: gözbağlıca; bg: сляпа баба; ca: gallina cega; da: blindebuk; de: Blinde Kuh; el: τυφλόμυγα; en: blind man's buff; eo: blindludo; es: gallina ciega; et: pimesikk; fa: بازی چشم‌بسته; fr: colin-maillard; it: mosca cieca; mrj: пӹрӓ; myv: кончкэть; nl: blindemannetje; no: blindebukk; or: ଅନ୍ଧପୁଟୁଳି; pl: ciuciubabka; pt: cabra-cega; ro: baba-oarba; ru: жмурки; sv: blindbock; ta: கண்கட்டிப் பிடித்தல்; tr: körebe; uk: піжмурки; vi: bịt mắt bắt dê; yi: שלעפע באבע