κολαφισμός

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

German (Pape)

[Seite 1472] ὁ, das Ohrfeigen, Sp.

Greek Monolingual

ο (AM κολαφισμός) κολαφίζω
κολάφισμα.