scurrilous
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
adj.
Ar. and P. διάβολος, βάσκανος, P. βλάσφημος, V. λοίδορος (Eur., Cycl.), κακόστομος; see abusive.