βλάσφημος
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
βλάσφημον,
A speaking ill-omened words, evil-speaking, Arist.Rh.1398b11: c. gen., against... Plu.2.1100d, etc.
2 of words, slanderous, libellous, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, cf. Luc.Alex.4 (Sup.). Adv. βλασφήμως = slanderously, blasphemously, injuriously, invidiously, insultingly, offensively Philostr. VA4.19, App.BC2.126.
3 blasphemous, ἔθνη LXX 2 Ma.10.4; ῥήματα Act.Ap.6.11; λαλεῖν βλάσφημα Apoc.13.5: Subst., blasphemer, LXX 2 Ma.9.28, 1 Ep.Ti.1.13, etc.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers. mal hablado, maldicente, difamador de Arquíloco, Arist.Rh.1398b12, cf. Herm.Sim.9.18.3, Thdr.Mops.M.66.945C
•de palabras injurioso, insultante, calumnioso δέδοικα μὴ β. μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, λόγοι Isoc.15.101, ἔπος Max.Tyr.21.2, γλῶσσα Sext.Sent.83, φωναί Vett.Val.343.16
•c. gen. μὴ λέγωμεν ... ψηφίσματα βλάσφημα πόλεων Plu.2.1100d, περὶ τοῦ Πυθαγόρου Luc.Alex.4, εἰς τὴν Ῥώμην Hdn.7.8.9.
II en el ámbito relig.
1 blasfemo contra dioses paganos, de pers., Cels.Phil.7.53, esp. en lit. jud.-crist. ἔθνη LXX 2Ma.10.4, cf. Meth.Res.1.50, Eus.VC 3.1
•subst. ὁ βλάσφημος LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.13, Const.App.4.6.5
•de palabras τι β. περὶ τῶν θεῶν D.Chr.3.53, ῥήματα Act.Ap.6.11
•subst. τὰ βλάσφημα = blasfemias Gr.Nyss.Eun.3.2.39.
2 de mal agüero οἰωνός Procop.Arc.9.26, ὀκνῶ λέγειν τὸ β. Gr.Naz.M.35.1056A.
III adv. βλασφήμως
1 insultante, injuriosamente ἐπὶ τῷ Καίσαρι ... β. ἐδημηγόρησε App.BC 2.126.
2 en forma profana o blasfema ἐλέγχων τὸν ἱεροφάντην δι' ἃ β. τε καὶ ἀμαθῶς εἶπε Philostr.VA 4.19.
German (Pape)
[Seite 448] (βλαξ od. βλάβ. – φήμη), den Ruf eines Andern verletzend, verläumdend, schmähend, βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δέ Dem. 9, 1; bes. Sp.; βλασφημότατα λέγειν Luc. Alex. 4, gotteslästerliche Reden führen; N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; en parl. des propos eux-mêmes diffamatoire;
NT: blasphémateur.
Étymologie: βλάπτω, φήμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλάσφημος -ον βλασφημέω lasterend, kwaadsprekend; godslasterlijk; subst. godslasteraar. NT 1 Tim. 1.13.
Russian (Dvoretsky)
βλάσφημος:
1 злоречивый, злопыхательный (Ἀρχίλοχος Arst.; ἄνθρωπος Plut.);
2 злобный (λοιδορίαι Plut.).;
3 кощунственный, богохульный NT.
Middle Liddell
[The origin of βλας is uncertain: βλάξ and βλάπτω have both been suggested.]
1. evil-speaking: of words, slanderous, Dem.
2. speaking blasphemy, blasphemous, and as substantive a blasphemer, NTest.
English (Abbott-Smith)
βλάσφημος, -ον (< βλασ-, of uncertain deriv., v. Thayer, Boisacq; + φήμη, speech), [in LXX: Is 66:3 (מְבָרֵךְ אָוֶן), Wi 1:6, Si 3:16, II Mac 9:28 10:4, 36*;]
(a)evil-speaking, slanderous, blasphemous: Ac 6:11, II Ti 3:2, II Pe 2:11 (cf. Ju 9);
(b)as subst. a blasphemer: I Ti 1:13 (Cremer, 570).†
English (Strong)
from a derivative of βλάπτω and φήμη; scurrilious, i.e. calumnious (against men), or (specially) impious (against God): blasphemer(-mous), railing.
English (Thayer)
βλάσφημον (βλάξ sluggish, stupid, and φήμη speech, report (others, βλάπτω (which see) and φήμη)), speaking evil, slanderous, reproachful, railing, abusive: ῤήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καί τόν Θεόν); ((ῤήματα βλάσφημα κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου)); βλασφημία, a.); βλάσφημος as a substantive, a blasphemer: Demosthenes down.)
Greek Monotonic
βλάσφημος: -ον, ὁ,
1. ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.
2. αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, υβριστής, και ως ουσ., βλάσφημος, σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του βλασ- είναι αμφίβ.· βλάξ και βλάπτω προτείνονται εξίσου).
Greek (Liddell-Scott)
βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. = ἐναντίον…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, ὑβριστικός, κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, ὑβριστής, Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ βλάσφημος Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.
Chinese
原文音譯:bl£sfhmoj 不拉士-費摩士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:傷害-宣稱(著)
字義溯源:褻瀆的,辱罵的,毀謗的,謗讟的;由(βλάπτω)*=傷害)與(φήμη)=聲言)組成,其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(5);徒(2);提前(1);提後(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 謗讟(2) 徒6:11; 提後3:2;
2) 毀謗的(1) 彼後2:11;
3) 褻瀆(1) 徒6:13;
4) 褻瀆者(1) 提前1:13
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κακολόγος, ὑβριστικός). Ἀπό τό βλάπτω + φήμη, ἀντί βλαψίφημος.
Παράγωγα: βλασφημῶ, βλασφημία, βλασφημητέος, ἀβλασφήμητος.
Translations
blasphemous
Catalan: blasfem; Chinese Mandarin: 褻瀆神靈/亵渎神灵; Czech: rouhavý, rouhačský; Danish: blasfemisk; Esperanto: malpia; Faroese: gudsspottandi; Finnish: rienaava, pilkkaava; French: blasphématoire; Georgian: მკრეხელური; German: blasphemisch, gotteslästerlich; Ancient Greek: ἄθεος, ἀπόφημος, ἀρράβαξ, βλάσφημος, δύσφαμος, δύσφημος; Hungarian: istenkáromló; Irish: blaisféimeach, diamhaslach, dia-aithiseach, naomhaithiseach; Italian: blasfemo; Middle English: blasfeme; Norwegian Bokmål: blasfemisk; Nynorsk: blasfemisk; Polish: bluźnierczy; Portuguese: blasfemo; Romanian: blasfemator; Russian: богохульный, нечестивый, богохульственный, святотатственный, кощунственный; Serbo-Croatian Cyrillic: бласфѐмичан, svȅtogr̄dnī; Roman: blasfèmičan, svȅtogr̄dan; Spanish: blasfemo; Swedish: blasfemisk, hädisk
slanderous
Bulgarian: клеветнически; Dutch: lasterlijk; Finnish: herjaava, panetteleva; French: diffamatoire; Galician: calumnioso; German: verleumderisch; Greek: δυσφημιστικός; Korean: 중상적인; Portuguese: calunioso; Russian: клеветнический; Scots: ill-speakin; Spanish: calumnioso, difamador