shut
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ἀποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
Put to: P. προστιθέναι.
Fasten (door, etc.): Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
Shut the eyes (of another): P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
Shut one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
Shut one's eyes to, wink at, Met.: Ar. and P. περιορᾶν (acc.).
Shut one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα; see close.
Lo I am silent and shut my mouth: V. ἰδού σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα (Eur., And. 250).
V. intrans. P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.
Shut in: P. and V. εἴργειν, κατείργειν, ἐγκλῄειν (Plat.), V. συνείργειν.
Shut off: P. ἀπολαμβάνειν.
Shut out: P. and V. ἐκκλῄειν, ἀποκλῄειν, εἴργειν, ἐξείργειν, ἀπείργειν.
Shut up: Ar. and P. κατακλῄειν; see imprison.
Shut up in: Ar. and P. κατακλῄειν εἰς (acc.).