sprout
From LSJ
v. intrans.
P. and V. βλαστάνειν (rare P.), V. ἐξορμενίζειν (Soph., Frag.), κληματοῦσθαι (Soph., Frag.).
Of hair: V. ἀντέλλειν (ἀνατέλλειν) (Aesch., Theb. 535).
subs.
P. and V. βλάστημα, τό (Isoc.), βλάστη, ἡ (Plat.), πτόρθος, ὁ (Plat.), V. ἔρνος, τό.