ἔρνος
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
English (LSJ)
εος, τό,
A young sprout, shoot, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος shot up like a young plant, Il.18.56, cf. Od.14.175; οἷον δὲ τρέφει ἔ. ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης Il.17.53, cf. Od.6.163; σκιεροῖσιν ὑφ' ἕρνεσιν (sic codd. Ath.) οἰναρέοις Ibyc.1.5; ἔ. δάφνης, δόνακος, ὕλας, E.Med.1213,Hel. 183 (lyr.),Ba.876 (lyr.).
2 in plural, wreaths worn by victors in games, Pi.N.11.29,I.1.29.
II metaph., scion, offspring, Id.N.6.37 (pl.), B.5.87,A.Ag.1525(lyr.),Eu.661,666, S.OC1108 (pl.), Sammelb. 4229.10; Ἡρακλέος ἱερὸν ἔ. Theoc.2.121; ἔ. τῆς νηδύος E.Ba. 1306; [κεράων] ἔ., periphrasis for κέραα, Opp.C.2.210; of Delos, as having sprung out of the sea, Pi.Fr.87.2.
2 fruit, of the apple of Discord, Coluth.60,al.
German (Pape)
[Seite 1033] τό, junger Trieb der Pflanzen, Schößling, Ranke, Zweig; ἐλαίης Il. 17, 53; φοίνικος Od. 6, 163; in Vergleichen, wie ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος, schlank, wie ein junger Baum, schoß er in die Höhe, wuchs er auf, Il. 18, 437; τὸν δ' ἐπεὶ θρέψαν θεοὶ ἔρνεϊ ἶσον Od. 14, 175; πορφύρεα Pind. N. 11, 29; von Kränzen, I. 1, 66 N. 6, 18; ἔρνεσι δάφνης Eur. Med. 1123; δόνακος Hel. 183; ὕλας Bacch. 876; δρυός Cycl. 615; Theophr. Oft bei den Dichtern übertr. von Menschen, Kind, Sprößling, Λατοῦς Pind. N. 6, 38, vgl. I. 3, 63; οἷον ἔρνος οὔτις ἂν τέκοι θεός Aesch. Eum. 636, vgl. Ag. 1506; τῆς σῆς τόδ' ἔρνος νηδύος Eur. Bacch. 1307; Soph. O. C. 1110; Ar. Eccl. 973; Opp. Cyn. 2, 194 sagt sogar vom Hirschgeweih κεράων πολυδαίδαλον ἔρνος. – Über den Spiritus vgl. Lexic. περὶ πνευμάτων hinter Valck. Amm. p. 197 u. Elmsl. Eur. Med. 1182.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 jeune pousse, jeune branche, jeune plant;
2 fig. rejeton, descendant.
Étymologie: DELG ἐρέθω, ἐρέας, ὄρνυμι, -νος ; cf. skr. árnas « courant, flot ».
Russian (Dvoretsky)
ἔρνος: εος τό
1 побег, молодая ветвь (ἐλαίης Hom.; φοίνικος Hom., Pind.; δάφνης Eur.);
2 перен. отпрыск, дитя (ἔρνεα Λατοῦς Pind.; φίλτατα ἔρνη Soph.; Κύπριδος Arph.);
3 плод (τῆς νηδύος Eur.; sc. τῆς ἐρίκης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρνος: -εος, τὸ, νεαρὸς βλαστός, ὡς σύμβολον τῆς νεανικῆς τρυφερότητος καὶ καλλονῆς, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, 437, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 175· οὕτως, οἷον δὲ τρέφει ἔρνος ἀνὴρ ἐριθηλὲς ἐλαίης Ἰλ. Ρ 53, πρβλ. Όδ. Ζ.163: - ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἔρνεα (ἀπολ.) ἐπὶ τῶν στεφάνων οὓς ἐφόρουν οἱ νικηταί ἐν τοῖς ἀγῶσι, Ν. 11. 37, Ι. 1. 38, 94. ΙΙ. ἀκολούθως, ἐπὶ τέκνου (πρβλ. θάλος), Πινδ. Ν. 6. 64, Ι. 4. 77 (3. 63), καὶ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1525, Εὐμ. 661, 666, Σοφ. ἐν Ο. Κ. 1108· ἔρνος τῆς νηδύος Εὐριπ. Βάκχ.1307· τὶς ἀθανάτων ἢ βροτῶν τοιοῦτον ἔρνος θρέψεν ἐν ποίᾳ χθονί; Βακχυλ. 5. 87 (ἔκδ. Blass)· κεράων ἔρνος, περιφρ. ἀντὶ κέραα, Ὀππ. Κυν. 2, 194· ἡ Δῆλος καλεῖται ἔρνος ὡς ἀναδῦσα ἐκ τῆς θαλάσσης ὡς βλαστάνει τὸ ἔρνος ἐκ τῆς γῆς. Πινδ. Ἀποσπ. 58. 2. 2) καρπός, ἐπὶ τοῦ μήλου τῆς Ἔριδος, Κόλουθ. 60, 130, 147; Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
εος: shoot, scion, young tree, Il. 17.53 ; ἔρνεϊ ϝῖσος, of young persons, Il. 18.56, Od. 14.175, cf. Od. 6.163.
English (Slater)
ἔρνος (ἔρνει, ἔρνος; ἔρνεσι(ν), ἔρνεα.)
a garland pl., κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (N. 6.18) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.29) (στεφάνων) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.66) ]εὐανθέος ἔρνες[ Πα. 7B. 6.
b met., offspring χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.37) κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ ἔρνεϊ Τελεσιάδα (I. 4.45)
c met., shoot, nursling χαίρ' ὦ θεοδμάτα, λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος, πόντου θύγατερ (Δᾶλε sc.) fr. 33c. 2.
Greek Monolingual
ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α)
1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
1. στον πληθ. τά ἔρνεα
τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές στους αγώνες
2. (για το μήλο της Έριδος) καρπός
3. η Δήλος (που αναδύθηκε από τη θάλασσα σαν βλαστάρι)
4. φρ. (ως σύμβολο νεανικής τρυφερότητας και καλλονής) «ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος» — βλάστησε σαν νεαρό φυτό (Ομ. Ιλ.)
5. φρ. «ἔρνος κεράων» — αντί κέρα, κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σχηματισμένη με επίθημα -νος (πρβλ. λήνος, σμήνος, λατ. mūnus «ἐργο, καθήκον, δώρο» κ.ά.). Συνδέεται πιθ. με το ταυτόσημο όρμενος «βλαστός» και ανάγεται στην ίδια ρίζα με τα ερέθω, όρνυμι. Ταυτίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. arnas- «πλημμύρα, χείμαρρος». Ο τ. μαρτυρείται και με δασεία, η οποία όμως θεωρείται υστερογενής].
Greek Monotonic
ἔρνος: -εος, τό,
I. νεαρό βλαστάρι, γόνος, σε Όμηρ.· ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος, ξεπετάχθηκε σαν νεαρό φυτό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., λέγεται για απόγονο, γόνο, σε Τραγ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: sprout, offshoot, orig. of trees, also of men (Il.).
Other forms: (also ἕρνος with secondary aspiration; Schwyzer Glotta 5, 193)
Compounds: As 1. member in ἐρνεσί-πεπλος (Orph. H. 30, 5; after ἑλκεσί-πεπλος), ἐρνοκόμων παραδεισαρίων (i. e. gardener) H. As 2. member in εὑ-ερνής with good offshoots (E., Str.), δυσ-ερνής (Poll.).
Derivatives: Deminut. ἐρνίον (hell.), ἐρνώδης like a sprout (Dsc.), ἐρνόομαι sprout (Ph.); two H.-glosses: ἔρνατις ἀναδενδράς (s. Schwyzer 464) and ἔρνυτας ἔρνη, βλαστήματα, κλάδοι, wrong for ἔρνυγας (Arist. Po. 1457b 35; after πτέρυξ etc.; Schwyzer 498).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [326?] *h₁er- rise, come up?
Etymology: Formation in -νος (Schwyzer 512, Chantraine Formation 420) to ὄρνυμι etc. if this had h₁- (and not rather h₃-); further to ἐρέθω, ἐρέας. On the meaning cf. synonymous ὄρμενος and perhaps Norw. run(n)a twig from renna run, shoot up, grow; s. also on τέρχνος. - Formally ἔρνος agrees with Skt. árṇas- n. flood, stream.
Middle Liddell
ἔρνος, εος,
I. a young sprout, shoot, scion, Hom.; ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος shot up like a young plant, Il.
II. metaph. of a child, a scion, Trag.
Frisk Etymology German
ἔρνος: {érnos}
Forms: (auch ἕρνος mit sekundärer Aspiration; Schwyzer Glotta 5, 193)
Grammar: n.
Meaning: junger Trieb, Sproß, Schößling, urspr. von Bäumen, auch auf Menschen übertragen (ep. poet. seit Il.). Als Vorderglied in ἐρνεσίπεπλος (Orph. H. 30, 5; nach ἑλκεσίπεπλος), ἐρνοκόμων· παραδεισαρίων (d. h. Gärtner) H.
Composita: Als Hinterglied in εὐερνής mit guten Schößlingen (E., Str. usw.), δυσερνής (Poll.).
Derivative: Wenige Ableitungen: Deminutivum ἐρνίον (hell. Lyrik), ἐρνώδης sproßähnlich (Dsk., Gp.), ἐρνόομαι hervorsprießen (Ph.); zwei H.-Glossen: ἔρνατις· ἀναδενδράς (vgl. Schwyzer 464) und ἔρνυτας· ἔρνη, βλαστήματα, κλάδοι, falsch für ἔρνυγας (Arist. Po. 1457b 35; nach πτέρυξ usw.; Schwyzer 498).
Etymology: Bildung auf -νος (Schwyzer 512, Chantraine Formation 420) zu ὄρνυμι usw. mit ε-Stufe; vgl. dazu s. ἐρέθω, ἐρέας. Zur Bedeutung vgl. das synonyme ὄρμενος und das entfernt verwandte norw. run(n)a Zweig von renna rennen, emporschießen, wachsen; s. auch zu τέρχνος. — Formal stimmt ἔρνος zu aind. árṇas- n. Flut, Strom.
Page 1,564-565
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
τό (=βλαστός, κλωνάρι). Ἴσως ἀπό τό ὄρνυμι (=σηκώνομαι). Ἤ ἀπό τό ἔρνια -ἔρινα-ἐρινεός (=ἀγριοσυκιά).