ὡρονόμος

Revision as of 15:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις. II in Astrology, = ὡροσκόπος 11.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24. 2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρονόμος: ὁ Anth. = ὡρολόγιον.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.

Spanish

el que rige las horas

Léxico de magia

el que rige las horas de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora P IV 652