μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
amuleto
περίαπτον: τό Plat. = περίαμμα.
amulet
τό amuleto πρ(ὸς) εὐτοκίαν γρ(άψον) ἐν περιάπτῳ para un buen parto, escribe en un amuleto SM 94 7