Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωριμότητα

From LSJ
Revision as of 13:09, 16 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

Greek Monolingual

η / ὡριμότης, -ότητος, ΝΜΑ ώριμος
(για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ώριμου, το μέστωμα
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.

Translations

Bulgarian: зрялост; Czech: zralost; Galician: sazón; Greek: ωριμότητα; Irish: aibíocht, abúlacht; Latin: maturitas; Manx: appeeys; Polish: dojrzałość; Quechua: puqu; Spanish: madurez, sazón