Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
adj.
P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λαβρός, δυσκύμαντος; see stormy.