επικροτώ

From LSJ
Revision as of 18:40, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπικροτῶ, -έω)
επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾶς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.)
αρχ.-μσν.
χειροκροτώ
αρχ.
1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα»)
2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο»).