ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
ἄνεσις, ἀνάρρυσις, δίεσις, ἀπόλυσις, [[ἐκ<κούφισις]], ἀπαλλαγή, ἐκτροπή, ἀπάλλαξις, ἀποκάθαρσις, ἀνάλυμα, διασωσμός, ἀπολάγαξις, ἀνάλυσις, ἔκλυσις, ἐλευθέρωσις, ἐλευθερία