confusión
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Spanish > Greek
Βαβέλ, δίνη, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δυσωπία, ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλλοδοξία, ἀνάχυσις, ἀνακύκλησις, ἀναφυρμός, ἀντεμπλοκή, ἀσάφεια, ἄνω ποταμῶν, ἐξαπόρησις, ἔκπληξις