peligroso
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Spanish > Greek
ἀργαλέος, δραστήριος, δυσπαλής, ἀπρόσφορος, ἐπικίνδυνος, δεινός, ἀλεγεινός
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
ἀργαλέος, δραστήριος, δυσπαλής, ἀπρόσφορος, ἐπικίνδυνος, δεινός, ἀλεγεινός