ἀλεγεινός
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
ἀλεγεινή, ἀλεγεινόν, Ep. for ἀλγεινός, causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277: c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι = horses difficult to tame Il.10.402: neut. as adverb ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. ἀλεγεινῶς = painfully Q.S.3.557.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I que puede producir daño, peligroso, lleno de riesgos κύματα Il.24.8, ῥέεθρα Il.17.749, ἐφημοσύνη Od.12.226, νότοι Arat.291
•c. inf. (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402.
II 1que hace daño, dañino, pernicioso en sent. físico αἰχμή Il.5.658, Ἄρης Il.13.569, μάχη Il.18.248
•doloroso, torturante πυρή Il.4.99, νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη Orph.L.291
•de esfuerzos físicos agotador πυγμαχίη Il.23.653, παλαισμοσύνη Il.23.701, Od.8.126, εἰρεσίη Od.10.78
•c. un abstr. que aporta dolor o sufrimiento ἀγγελίη Il.2.787, 18.17, μεριμνάματα Pi.Fr.223, ἀλεγεινὰ ... λίνα Μοιρῶν Orác. en ZPE 7.1971.199 (III d.C.)
•neutr. como adv. ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239.
2 que trae consigo molestias o dificultades, molesto νηπιέη Il.9.491, ναυτιλίη A.R.4.191.
3 que trae funestas consecuencias, fatal de acciones y disposiciones anímicas κακορραφίη Il.15.16, Od.12.26, ὑπερβασίη Od.3.206, Hes.Fr.386, ἀγηνορίη Il.22.457, εἰκαιοσύνη Timo SHell.810, συνθεσίαι A.R.4.377, ὕβρις A.R.3.582.
III agudo, vivísimo de sensaciones ὀδύνη Il.11.398, μαχλοσύνη Il.24.30
•fig. τὸν δ' ἀλεγεινὰ παραβλήδην ἐνένιπεν Q.S.5.237.
IV adv. ἀλεγεινῶς = dolientemente ἀχνυμένη ἀ. Q.S.3.557.
German (Pape)
[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ἀλεγεινός: (ᾰ)
1 Hom. = ἀλγεινός 1;
2 трудный: ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Hom. кони, которых трудно укротить.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.
English (Autenrieth)
(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worse’ for him!
English (Slater)
ᾰλεγεινός distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
Greek Monolingual
ἀλεγεινός, -ή, -όν (Α)
(επικός τύπος του ἀλγεινός)
1. δύσκολος, επίπονος
2. οδυνηρός, πικρός
3. άθλιος, κακορίζικος.
Greek Monotonic
ἀλεγεινός: -ή, -όν, Επικ. αντί ἀλγεινός, σε Όμηρ.· με απαρ., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι, δύσκολοι να δαμαστούν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[epic for ἀλγεινός, Hom.]
c. inf., ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι hard to break, Il.
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol