Greek (Liddell-Scott)
ὕπερα: -ων, τά, σχεδὸν ταὐτὸν τῷ πηνία (ΙΙ), (ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πηνίον), Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 19, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπερα˙ σκώληκές τινες».
German (Pape)
τά, eine Raupenart, die sogenannten Spannenmesser, geometra, Arist. H.A. 5.19.