ὕπερα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek (Liddell-Scott)

ὕπερα: -ων, τά, σχεδὸν ταὐτὸν τῷ πηνία (ΙΙ), (ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. πηνίον), Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 19, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπερα˙ σκώληκές τινες».

German (Pape)

τά, eine Raupenart, die sogenannten Spannenmesser, geometra, Arist. H.A. 5.19.