κοτίζω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
κοτίζω (Α) κότος
(κατά τον Ησύχ.) οργίζομαι.
1 = κοτέω, Hesych., wenn nicht κοτίσῃ in κοτήσῃ zu ändern ist.
2 = κοττίζω.