ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
ao.2 Pass. de κρύπτω.
ἐκρύβην: [ῡ], Παθ. αόρ. βʹ του κρύπτω.
ἐκρύβην: NT aor. 2 pass. к κρύπτω.
=ἐκρύφθην, v. κρύπτω.