εὐπώγων

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, well-bearded, Arist.Phgn.808a23, AP9.99 (Leon.), 744 (Id.).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à la belle ou longue barbe.
Étymologie: εὖ, πώγων.

Russian (Dvoretsky)

εὐπώγων: 2, gen. ωνος adj. густобородый или длиннобородый Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπώγων: ὁ, ἔχων καλὸν πώγωνα, καλὸν γένειον, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 11, Ἀνθ. Π. 9. 99. 744, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 17.

Greek Monolingual

εὐπώγων, -ωνος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία γενειάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πώγων.

Greek Monotonic

εὐπώγων: ὁ, αυτός που έχει καλά γένεια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-πώγων, ονος,
well-bearded, Anth.

German (Pape)

ωνος, wohl-, starkbärtig, τράγος Luc. 23 (XI.430); vgl. Leon.Tar. 61 (IX.99); δράκοντος εὐπ. κεφαλή Posidipp. 15a (APP 66).