-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ δισκελής, -ές)αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκέλος.
ές, = δίκωλος, Sp.