v.l. for γαλιάγκων (q.v.).
v. γαλιάγκων.
ωνος (ὁ, ἡ)aux bras courts.Étymologie: DELG γαλέη, ἀγκών.
γαλεάγκων: ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ γαλιάγκων, ὃ ἴδε.
ωνος, ὁ, = γαλιάγκων, Arist. Physiogn. 3.6 (p. 813.12. B.). Bei Plut. curios. 10 γαλεάγκωνες neben ἄκνημοι und ähnl. Mißgeburten.