ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
ὀρρόπισσα: ἡ, (ὀρρός, πίσσα) = πίσσανθος, Παῦλ. Αἰγιν. 3. 74.
ἡ, das Wässrige des Teers, die Teergalle, Theophr.