σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
-ωπος, ὁ, Αχαμαίδρυς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χαμαίδρυς.
ἡ, = χαμαίδρυς, Theophr.