ἀκροάζομαι

Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

= ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.

Spanish (DGE)

escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.

Greek Monolingual

ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].

German (Pape)

ἀκροάομαι, Epich. bei Ath. IV.188c (Emperius vermutet ἀκοάζομαι = ἀκουάζομαι); Κωρυκαῖος ἠκροάζετο Zenob. 4.75, aus Men.; in A.B. steht ἠκροάσατο, was Meineke vorzieht.