νυκτοπλανής

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, = νυκτιπλανής, Man.1.311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.

Greek Monolingual

νυκτοπλανής και νυκτιπλανής, -ές (Α)
νυκτίπλανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει-πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

German (Pape)

ές, = νυκτιπλανής, Maneth. 1.311.