οἰναδοθήρας

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, (οἰνάς II) dove-catcher, Ael.NA4.58.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de pigeons ramiers.
Étymologie: οἰνάς, θηράω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνᾰδοθήρας: -ου, ὁ, (οἰνὰς ΙΙ) ὁ θηρώμενος, θηρεύων περιστεράς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58.

Greek Monolingual

οἰναδοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά άγρια περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνάς, -άδος «είδος άγριου περιστεριού» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].

German (Pape)

ὁ, der Taubenjäger, -fänger, Ael. H.A. 4.38.