μυακάνθινος
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Greek (Liddell-Scott)
μυακάνθινος: -η, -ον, ὁ τοῦ μυακάνθου, Ὀρειβάσ. Ι. 202. 2.
Greek Monolingual
μυακάνθινος, -ίνη, -ον (Α) μυάκανθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο.
German (Pape)
ὁ, = μυάκανθος, Diosc.