λιτανευτικός

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ή, όν, of or for praying, Sch.A.Supp. 809.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.

Greek Monolingual

λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.

German (Pape)

zum Bitten, Flehen geschickt, geneigt, Schol. Aesch. Suppl. 816.