κηρεσσιφόρητος

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσιφόρητος, ποταμοφόρητος].

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.

German (Pape)

κύνες, von den Keren angehetzt, Il. 8.527, wo ein Interpolator erklärend hinzusetzt οὓς Κῆρες φορέουσι.