μαγγανευτήριον
English (LSJ)
τό, haunt of impostors, Them.Or.5.70b.
Greek (Liddell-Scott)
μαγγᾰνευτήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνονται μαγγανεῖαι, Θεμίστ. 70Β.
Greek Monolingual
μαγγανευτήριον, τὸ (Α)
τόπος όπου τελούνταν μαγγανείες («ἱερὰ ἀνοίγων ἀποκλείει μαγγανευτήρια», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανεύω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευτήριο, δεσμωτήριο)].
German (Pape)
τό, Ort, wo Zaubereien und Gaukeleien getrieben werden, Themist. Or. 5, g.E.